Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεσεψιόν
3 εγγραφές [1 - 3]
ρεσεψιόν η [resepsn] Ο (άκλ.) : το γραφείο υποδοχής των πελατών και επισκεπτών ενός ξενοδοχείου: Ρώτησα στη ~ αν υπάρχει ελεύθερο δωμάτιο. || (επέκτ.): H ~ μιας κλινικής / ενός πλοίου.

[λόγ. < γαλλ. réception]

ρεσεψιονίστ ο [resepsioníst] θηλ. ρεσεψιονίστ [resepsioníst] Ο (άκλ.) : ρεσεψιονίστας.

[λόγ. < γαλλ. réceptionniste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ρεσεψιονίστας ο [resepsionístas] Ο3 θηλ. ρεσεψιονίστα [resepsionísta] Ο25 : υπάλληλος της ρεσεψιόν ξενοδοχείου.

[λόγ. < γαλλ. réceptionnist(e) -ας· ρεσεψιον(ίστας) -ίστα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες