Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεπροντιξιόν
1 εγγραφή
ρεπροντιξιόν η [reprodiksxón] Ο (άκλ.) : αντίγραφο ζωγραφικού έργου.

[λόγ. < γαλλ. reproduction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες