Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρενάρ
1 εγγραφή
ρενάρ η [renár] Ο (άκλ.) : γούνα από δέρμα αλεπούς.

[λόγ. < γαλλ. renard]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες