Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρελαντί το [relantí] Ο (άκλ.) : κανονικός και πολύ αργός ρυθμός της λειτουργίας μιας μηχανής εσωτερικής καύσεως (αυτοκινήτου κτλ.). ΦΡ στο ~, (για ενέργεια, πράξη) σε αργό ρυθμό, χωρίς βιασύνη.
[λόγ. < γαλλ. ralenti [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] ]