Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρεγκλάν το [reglán] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) είδος μανικιού που δεν αρχίζει από τον ώμο αλλά από τη βάση του λαιμού.
[λόγ. < γαλλ. raglan < αγγλ. raglan < ανθρωπων. Raglan (όν. στρατάρχη) ( [a > e] ;)]