Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεβιζιονιστής
1 εγγραφή
ρεβιζιονιστής ο [revizionistís] Ο7 θηλ. ρεβιζιονίστρια [revizionístria] Ο27 : (πολ.) οπαδός του ρεβιζιονισμού· αναθεωρητής: Tον διέγραψαν ως ρεβι ζιονιστή.

[λόγ. < γαλλ. révisionn iste (-iste = -ιστής)· λόγ. ρεβιζιονισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες