Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεβανσιστής
1 εγγραφή
ρεβανσιστής ο [revansistís] Ο7 θηλ. ρεβανσίστρια [revansístria] Ο27 : (πολ.) ο οπαδός του ρεβανσισμού. || (ως επίθ.): ~ πολιτικός.

[λόγ. < γαλλ. revanchiste (-iste = -ιστής)· λόγ. ρεβανσισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες