Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρεαλισμός ο [realizmós] Ο17 : 1.(στη λογοτεχνία και στις τέχνες) η αντίληψη ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να παρουσιάζει το αντικείμενό του όπως ακριβώς είναι, χωρίς καμιά προσπάθεια να το εξωραΐσει ή να το εξιδανικεύσει· (πρβ. νατουραλισμός): Ο ~ αντιτίθεται τόσο προς τον ιδεαλισμό όσο και προς το ρομαντισμό. Σοσιαλιστικός ~, λογοτεχνικό κυρίως ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Σοβιετική Ένωση και στόχευε στην απόδοση της κοινωνικής πραγματικότητας, όπως αυτή εμφανιζόταν μέσα από τη διαδικασία της επαναστατικής εξέλιξης, και στην αφύπνιση των μαζών. || ο χαρακτήρας λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου που διαπνέεται από αυτή την αντίληψη· ρεαλιστικότητα: Ο ~ ενός έργου / μιας περιγραφής. 2. (φιλοσ.) α. η θεωρία που αποδίδει στον εξωτερικό κόσμο αντικειμενική υπόσταση, ανεξάρτητα από το νου: Στην άποψη του ρεαλισμού αντιτίθενται η εννοιοκρατία και ο νομιναλισμός. β. (ειδικότ., στη μεσαιωνική σχολαστική φιλοσοφία) η θεωρία που αποδίδει πραγματική υπόσταση στις καθολικές έννοιες. 3. η αντιμετώπιση της πραγματικότητας με έναν τρόπο απόλυτα σύμφωνο με αυτήν, χωρίς εξιδανικεύσεις και εξωραϊσμούς: Aς εξετάσουμε το πρόβλημα με ρεαλισμό. Πολιτικός ~. Kυνικός ~.
[λόγ. < γαλλ. réalisme (-isme = -ισμός)]