Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραχιτικός -ή -ό [raxitikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) α. που ανήκει, αναφέρεται ή οφείλεται στη ραχίτιδα: Ραχιτική παραμόρφωση / κύφωση / προδιάθεση. β. (και ως ουσ.) που πάσχει από ραχίτιδα: Ραχιτικά παιδιά. 2. (προφ., συνήθ. και ως ουσ.) που πάσχει από κύφωση (ανεξάρτητα από το αν οφείλεται ή όχι σε ραχίτιδα)· καμπούρης.
[λόγ. < γαλλ. rachitique < αρχ. ῥαχίτ(ης) (δες στο ραχίτιδα) -ique = -ικός]