Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραχατλής
1 εγγραφή
ραχατλής ο [raxatlís] Ο8 θηλ. ραχατλού [raxatlú] Ο37 : (προφ.) αυτός που του αρέσει να κάνει ραχάτι, να ραχατεύει.

[ραχάτ(ι) -λής ή από τουρκ. διάλ. των Βαλκανίων· ραχατλ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες