Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραφή
1 εγγραφή
ραφή η [rafí] Ο29 : α.το σημείο (ή η γραμμή) της σύνδεσης κομματιών (από ύφασμα ή άλλο υλικό), η οποία έχει γίνει με κλωστή, σπάγγο και βελόνα: Aπλή / τεχνική / κρυφή / εξωτερική ~. Kάλτσες με / χωρίς ~. Ένα παλιό παλτό, φθαρμένο στις ραφές. Παπούτσια σχισμένα στις ραφές. β. (ιατρ.) η συνένωση με ράμματα μιας χειρουργικής τομής ή ενός τραύματος. γ. (ανατ.) οι ραφές του κρανίου, οι γραμμές σύνδεσης των οστών του κρανίου.

[α: αρχ. ῥαφή· β, γ: λόγ. < αρχ. ῥαφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες