Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρασιοναλιστής
1 εγγραφή
ρασιοναλιστής ο [rasionalistís] Ο7 θηλ. ρασιοναλίστρια [rasionalístria] Ο27 : (φιλοσ.) ο οπαδός του ρασιοναλισμού· ορθολογιστής1. ANT ιρασιοναλιστής. || (ως επίθ.): ~ φιλόσοφος.

[λόγ. < γαλλ. ratio nal(iste) -ιστής· λόγ. ρασιοναλισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες