Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραντεβού
1 εγγραφή
ραντεβού το [randevú] Ο (άκλ.) : συνάντηση προσώπων που γίνεται ύστε ρα από προηγούμενη συνεννόηση: Ερωτικό / επαγγελματικό ~. Kλείνω / ματαιώνω ένα ~. Δώσαμε ~ για αύριο στις 5.30 το απόγευμα στο γραφείο του. Ο γιατρός δέχεται μόνο με ~. Tης εξομολογήθηκε τον ερωτά του από το πρώτο ~. ΦΡ είναι Εγγλέζος* στα ~ του. ραντεβουδάκι το YΠΟKΟΡ για ερωτικό ραντεβού.

[λόγ. < γαλλ. rendez-vous· ραντεβ(ού) -ουδάκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες