Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραντίζω
1 εγγραφή
ραντίζω [randízo] -ομαι Ρ2.1 : περιβρέχω κτ. με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού· (πρβ. ψεκάζω): Διαλύουμε το φάρμακο σε νερό και ραντίζουμε καλά τα φύλλα του άρρωστου φυτού.

[ελνστ. ῥαντίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες