Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραμί
1 εγγραφή
ραμί το [ramí] Ο (άκλ.) : είδος χαρτοπαιγνίου με διάφορες παραλλαγές που παίζεται συνήθ. από τρεις ως επτά παίχτες και με δύο τράπουλες.

[λόγ. < γαλλ. rami]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες