Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρακή
1 εγγραφή
ρακί το [rakí] Ο43 & ρακή η [rakí] Ο29 (συνήθ. στον εν.) : δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από την απόσταξη πρώτων υλών, όπως είναι τα στέμφυλα του σταφυλιού, τα μούρα ή τα δαμάσκηνα, με την προσθήκη διάφορων αρωματικών ουσιών· (πρβ. ούζο, τσίπουρο, τσικουδιά).

[τουρκ. rakι (αραβ. arak)· μεταπλ. σε θηλ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες