Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραδιο- 1 [raδio] & ραδιό- [raδió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ραδι- [raδi], σε μερικές περιπτώσεις όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία: ~ηλεκτρικός, ~τεχνία· ~αστρονομία, ~τηλεσκόπιο· ~θεραπεία, ~σκόπηση. || στην ακτινοβολία γενικότερα: ραδιαισθησία. || ραδιενέργεια. || στην ασύρματη επικοινωνία: ~τηλέγραφος, ραδιόφωνο. 2. στη ραδιοφωνία: ~πειρατής, ~τηλεόραση, ~τηλεοπτικός. || σε σύνθετα παρατακτικά ουσιαστικά δηλώνει συσκευή που αποτελεί συνδυασμό ραδιοφώνου και αυτού που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~ενισχυτής, ~κασετόφωνο, ~μαγνητόφωνο, ~πικάπ.
[λόγ. < διεθ. radi(o)- (< λατ. radius `ακτίνα΄) ως α' συνθ.: ραδιο-φωνία < γαλλ. radiophonie, ραδι-ενέργεια < γαλλ. radioactivité & αγγλ. radioactivity]
- ραδιο- 2 [raδio] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στη ραδιενέργεια. 1. (χημ.) με β' συνθετικό χημικό στοιχείο δηλώνει ότι πρόκειται για ραδιενεργό ισότοπό του: ~άνθρακας, ~ϊώδιο, ~κοβάλτιο, ~νάτριο. 2. (επιστ.) δηλώνει κλάδο της επιστήμης που αναφέρεται ως β' συνθετικό και που μελετά την επίδραση της ραδιενέργειας σ΄ αυτήν: ~βιολογία, ~γενετική, ~χημεία.
[λόγ. < διεθ. radio- = ραδιο- 11 (δες στο ραδιο-
1 ) ως α' συνθ.: ραδιο-λογία < γαλλ. radiologie]