Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ραδιούργος -α -ο [raδiúrγos] Ε4 : που ραδιουργεί· δολοπλόκος, μηχανορράφος: Ραδιούργοι μυστικοσύμβουλοι υπέσκαπταν το κύρος του βασιλιά.
[λόγ. < ελνστ. ῥᾳδιουργός, αρχ. σημ.: `αδίσταχτος΄ με μετακ. τόνου κατά το πανούργος]



