Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραδιενέργεια
1 εγγραφή
ραδιενέργεια η [raδienérjia] Ο27 : (φυσ.) η αόρατη ακτινοβολία που εκπέμπουν ορισμένα χημικά στοιχεία (που ονομάζονται ραδιενεργά), όταν οι ασταθείς πυρήνες των ατόμων τους διασπώνται σε απλούστερους: Tο φαινόμενο της ραδιενέργειας ανακαλύφθηκε το 1896. Mόλυνση από ~. Mετρητής ραδιενέργειας.

[λόγ. ραδι(ο)- 1 + ενέργεια μτφρδ. γαλλ. radio activité & αγγλ. radioactivity]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες