Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραβιόλια
1 εγγραφή
ραβιόλια τα [ravjóla] Ο44α : είδος ζυμαρικού που περιέχει κρέας και καρυκεύματα: Iταλικά ~.

[ιταλ. αρσ. raviolo, πληθ. ravioli που θεωρήθηκε ουδ. εν. (το ραβιόλι > τα ραβιόλια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες