Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρήσος
2 εγγραφές [1 - 2]
ρήσος 1 ο [rísos] Ο18 : (λαϊκότρ.) αιλουροειδές σαρκοφάγο τετράποδο, με κιτρινοκόκκινο τρίχωμα, κοντή ουρά και οξύτατη όραση, που ζει σε χώρες του βόρειου ημισφαιρίου· λύγκας.

[σλαβ. ris -ος]

ρήσος 2 ο : (ζωολ.) είδος πιθήκου.

[λόγ. < νλατ. rhes(us) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες