Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρήμαγμα
1 εγγραφή
ρήμαγμα το [rímaγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρημάζω· (πρβ. ερήμωση, καταστροφή, φθορά): Οι παλαιότερες κυβερνήσεις ευθύνονται για το ~ της υπαίθρου από τη μετανάστευση, για την οικονομική καταστροφή και την ερήμωση.

[ρημακ- (ρημάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες