Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ράπτης
1 εγγραφή
ράπτης ο [ráptis] Ο10 : (λόγ.) ράφτης.

[λόγ. < ελνστ. ῥάπτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες