Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ράντα
4 εγγραφές [1 - 4]
ράντα 1 η [ránda] Ο25 : κεραία ιστιοφόρου πλοίου προσαρμοσμένη κάθετα και κατά το ένα άκρο της σε κατάρτι.

[ιταλ. randa]

ράντα 2 η : τιράντα.

[< τιράντα, όπου η αρχική συλλαβή θεωρήθηκε οριστικό άρθρο (τη)]

ράντα 3 η : ο δείκτης τιμών του χρηματιστηρίου.

[λόγ. < γαλλ. rent(e) `εισόδημα΄ ]

ραντάρ το [radár] Ο (άκλ.) : συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό και τον προσδιορισμό της απόστασης αντικειμένων μη ορατών στον παρατηρητή: H οθόνη / η κεραία ενός ~. Iπτάμενο ~, αεροσκάφος εξοπλισμένο με πλήρες σύστημα ραντάρ.

[λόγ. < γαλλ. radar < αγγλ. radar (αρκτικόλ. ra(dio) d(etecting) a(nd) r(anging))]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες