Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ράμμα
1 εγγραφή
ράμμα το [ráma] Ο49 : α.(ιατρ.) ειδική κλωστή που χρησιμοποιείται για τη ραφή χειρουργικής τομής ή τραύματος: Mεταξωτά / ζωικά ράμματα. Tοποθετώ / αφαιρώ ~. || Mου έκαναν / έβαλαν τρία ράμματα στο χέρι. β. (σπάν.) νήμα ραφής. ΦΡ έχω ράμματα για τη γούνα κάποιου, συνήθ. ως απειλή, έχω υπόψη μου πολλά επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος κάποιου και του επιφυλάσσω δυσάρεστη ανταπόδοση.

[β: αρχ. ῥάμμα· α: λόγ. < αρχ. ῥάμμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες