Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πύρρειος
1 εγγραφή
πύρρειος -ος / -α -ο [pírios] Ε15 : στην έκφραση ~ / πύρρεια νίκη, επιτυχία που πραγματοποιείται με μεγάλες απώλειες για το νικητή.

[λόγ. < αρχ. Πύρρ(ος) -ειος μτφρδ. αγγλ. Ρyrrhic (< αρχ. Πύρρος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες