Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πύρινος
1 εγγραφή
πύρινος -η -ο [pírinos] Ε5 : 1. που αποτελείται από: α. φωτιά ή πυρακτωμένα υλικά: Ένας ~ κύκλος. H λάβα σχημάτιζε ένα πύρινο ποτάμι. Πύρινη γλώσσα, φλόγα. H πύρινη ρομφαία των Aρχαγγέλων. β. πυρά όπλων: Πύρινο τείχος. 2. (μτφ.) α. που φανερώνει συναισθηματική έντα ση: ~ λόγος. Πύρινη ματιά. Γράφει πύρινα άρθρα. Xύνει πύρινα δάκρυα. β. (λογοτ.) που είναι πολύ έντονος: ~ πόθος. Πύρινη λαχτάρα / φαντασία.

[λόγ.: 1: αρχ. πύρινος· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες