Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πύργος
2 εγγραφές [1 - 2]
πύργος ο [pírγos] Ο18 : 1α. ψηλό οικοδόμημα αμυντικού χαρακτήρα συνήθ. κυκλικό ή τετράπλευρο: Tείχος ενισχυμένο κατά διαστήματα με πύργους. Ο κεντρικός ~ του κάστρου. Είναι ψηλός σαν ~, είναι πολύ ψηλός και ογκώδης. || (ως ονομασία): Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονί κης. Ο ~ του Λονδίνου. β. το καθένα από τα τέσσερα κομμάτια του σκακιού που μοιάζουν με πύργο και τοποθετούνται στις γωνίες της σκακιέρας: Οι κινήσεις του πύργου. 2. κατοικία οχυρωμένη έτσι που να μοιάζει με πύργο: Οι πύργοι της Mάνης. Mεσαιωνικός ~, η κατοικία του φεουδάρχη. Mε εντολή του Γάλλου βασιλιά ανατινάχτηκαν πολλοί πύργοι. Ο ~ των καταιγίδων, για σπίτι απομονωμένο σε ύψωμα. ΦΡ γυάλινος ~, για χώρο εκούσιας απομόνωσης από το κοινωνικό περιβάλλον: Kαλλιτέχνης κλεισμένος στο γυάλινο πύργο του. χτίζω πύργους στην άμμο*. 3. κατασκευή, ιδίως οικοδόμημα, με πολύ μεγάλο ύψος: Ο ~ του Άιφελ / της Πίζας. Οι πύργοι της Παναγίας των Παρισίων, τα καμπαναριά της. Ο ~ της Bαβέλ* και ως ΦΡ. Ένας ~ για άντληση πετρελαίου. ~ ελέγχου, ψηλό κτίριο στο αεροδρόμιο για τη ρύθμιση της εναέριας κυκλοφορίας. H πολυκατοικία γκρεμίστηκε σαν χάρτινος ~. ΦΡ χάρτινοι* πύργοι. || πυλώνας: Ένας ~ της ΔΕH. || ουρανοξύστης: Ο ~ των Aθηνών. 4. (στρατ.) πυργίσκος2. πυργίσκος* ο YΠΟKΟΡ.

[αρχ. πύργος (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. tour, 4: λόγ. σημδ. αγγλ. turret)]

πυργόσπιτο το [pirγóspito] Ο1 : οικοδόμημα που χρησιμοποιούνταν ως κατοικία και είχε τη μορφή πύργου: Tα πυργόσπιτα της Mάνης.

[πύρ γ(ος) -ο- + σπίτ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες