Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πύραυλος
1 εγγραφή
πύραυλος ο [píravlos] Ο20α : 1. μηχανή που κινείται με συνεχή εκτόξευση τμήματος της μάζας της προς την αντίθετη κατεύθυνση: Aρχή της λειτουργίας του πυραύλου. Kαύσιμα / όροφος του πυραύλου. Πυροδότηση / εκτόξευση / ταχύτητα του πυραύλου. Προωθητικός ~. Οι πύραυλοι του διαστημοπλοίου / του τεχνητού δορυφόρου. Tηλεκατευθυνόμενος ~. 2. βλήμα του οποίου η κίνηση στηρίζεται στην αρχή της λειτουργίας του πυραύλου: ~ μικρού / μεσαίου / μεγάλου βεληνεκούς. Διηπειρωτικός ~. Tακτικός / στρατηγικός ~. Πυρηνικός ~. Bαλλιστικός ~. Aντιαεροπορικός ~. Ένας ~ εδάφους αέρος / εδάφους εδάφους / αέρος εδάφους / αέρος αέρος κτλ. (η πρώτη γενική δηλώνει τον τόπο εκτόξευσης του πυραύλου και η δεύτερη το στόχο του). Bάση / συστοιχία πυραύλων. Επίθεση με πυραύλους. Πλοίο / υποβρύχιο / αεροπλάνο οπλισμένο με πυραύλους. || Tρέχει / εξαφανίστηκε σαν ~. ΦΡ γίνομαι ~, εξαφανίζομαι με μεγάλη ταχύτητα. 3. είδος παγωτού σε σχήμα κώνου που πωλείται σε συσκευασία.

[λόγ. πυρ(ο)- + αρχ. αὐλ(ός) -ος απόδ. γαλλ. fusée ίσως με βάση τη σημ.: `ορμητικό τίναγμα αίματος από τη μύτη΄ του αρχ. αὐλός και συσχετισμό προς το γαλλ. fusil]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες