Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόστο
1 εγγραφή
πόστο το [pósto] Ο39 : επίκαιρη θέση, σημείο: Aπό το ~ του ελέγχει την είσοδο και την έξοδο. (έκφρ.) πιάνω τα πόστα, καταλαμβάνω, ελέγχω τα επίκαιρα σημεία. || θέση όπου είναι τοποθετημένος, όπου εργάζεται κάποιος: Εγκατέλειψε το ~ του. Aφήνω κπ. στο ~ μου, αφήνω κπ. στη θέση μου, να με αναπληρώνει, όσο λείπω. || θέση, αξίωμα κυρίως στο δημόσιο: Έχει μεγάλο ~ στο υπουργείο. Παρά την αλλαγή της κυβέρνησης αυτός διατήρησε το ~ του.

[ιταλ. posto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες