Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόστερ
1 εγγραφή
πόστερ το [póster] Ο (άκλ.) : αφίσα με καλλιτεχνικό περιεχόμενο που αναρτάται κυρίως για διακόσμηση: Kρέμασα ένα όμορφο ~ στον τοίχο.

[λόγ. < αγγλ. poster]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες