Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόρπη
1 εγγραφή
πόρπη η [pórpi] Ο30 : εξάρτημα, συχνά μεταλλικό, που ενώνει δύο άκρες (ζώνης, ιμάντα κτλ.), που κουμπώνει κτ. (ένδυμα, τσάντα κτλ.) ή που παίζει διακοσμητικό ρόλο (σε ρούχα, σε παπούτσια κτλ.): ~ τσάντας / ζώνης / παπουτσιού. Xρυσή / μεταλλική / σκαλιστή ~.

[λόγ. < αρχ. πόρπη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες