Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόνεση
1 εγγραφή
πόνεση η [pónesi] Ο32α : (λαϊκότρ.) συμπόνια.

[πονε- (πονώ) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες