Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόμπεμα
1 εγγραφή
πόμπεμα το [pómbema] Ο49 : (λαϊκότρ.) α. η διαπόμπευση. β. (για πρόσ.) αυτός που έγινε αντικείμενο διαπόμπευσης, χλεύης.

[μσν. πόμπευμα `λιτανεία΄ < πομπεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm], απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] και εξέλ. της σημ. κατά το πομπεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες