Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πόλκα 1 η [pólka] Ο25 : είδος παλαιότερου ευρωπαϊκού χορού, που χορευόταν κατά ζεύγη (με στροβιλισμούς και πηδηχτά βήματα): Xόρευαν ~ ασταμάτητα. || η αντίστοιχη μουσική, ο σκοπός.
[ιταλ. polca < γαλλ. polka < τσέχικο polka `πολωνικός χορός΄]
- πόλκα 2 η : είδος γυναικείου ενδύματος παλαιότερης εποχής που έφτανε ως τη μέση και κούμπωνε μπροστά με σειρά κουμπιών: Φορούσε μαύρη φούστα, μαύρη ~ και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι.
[αγγλ. polka < ιταλ. polca (δες πόλκα 1)]