Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόιντερ
1 εγγραφή
πόιντερ το [póinter] Ο (άκλ.) : είδος κυνηγετικού σκυλιού.

[λόγ. < αγγλ. pointer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες