Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόθος
2 εγγραφές [1 - 2]
πόθος 1 ο [póθos] Ο18 : 1. σφοδρή, έντονη επιθυμία· λαχτάρα: Aνεκπλήρωτος / ανικανοποίητος / διακαής ~. Ο ~ για την ελευθερία οδήγησε στην Επανάσταση του ΄21. (έκφρ.) ευσεβείς* πόθοι. 2. ισχυρή, έντονη ερωτική επιθυμία: Σβήνω / λιώνω από τον πόθο. Γυναίκες που ξυπνούν / προκαλούν / ανάβουν τον πόθο.

[αρχ. πόθος]

πόθος 2 ο : είδος αναρριχώμενου φυτού.

[λόγ. < νλατ. pothos (από γλ. της Ινδίας) (διαφ. το ελνστ. πόθος `είδος ασφόδελου΄, ίσως όμως ετυμολογικά συγγ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες