Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πόδας
2 εγγραφές [1 - 2]
πόδας ο [póδas] Ο3α : 1. (λόγ.) πόδι. (έκφρ.) επί ποδός πολέμου: α. σε κατάσταση εντατικής προετοιμασίας για πόλεμο. β. σε κατάσταση πλήρους ετοιμότητας. (ακολουθώ κπ.) κατά ~: α. βαδίζω πίσω από κπ. και πολύ κοντά του. β. ακολουθώ πιστά κπ. σε ό,τι κάνει, τον μιμούμαι. (στρατ.) παρά πόδα, παράγγελμα για να τοποθετηθεί το όπλο όρθιο και δίπλα στο δεξί πόδι του οπλίτη καθώς και η συγκεκριμένη θέση και ως ΦΡ με το όπλο παρά πόδα, για να δηλώσει κατάσταση επιφυλακής, ετοιμότητας. ΦΡ αβρόχοις* ποσί. 2. (μετρ.) σύνθεση δύο ή περισσότερων συλλαβών που αποτελούν μια ρυθμική μονάδα, η επανάληψη της οποίας δημιουργεί το ρυθμό: Δισύλλαβοι / τρισύλλαβοι μετρικοί πόδες. 3. (μαθημ.) σημείο, στο οποίο η κάθετος συναντάει τη γραμμή ή την επιφάνεια προς την οποία άγεται: Ο ~ της καθέτου.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. πούς, αιτ. πόδα· 3: σημδ. γαλλ. pied]

ποδαστράγαλος ο [poδastráγalos] Ο20 & ποδαστράγαλο το [poδastráγalo] Ο41 : (λογοτ.) ο αστράγαλος.

[πόδ(ι) + αστράγαλος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες