Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρώνω
1 εγγραφή
πυρώνω [piróno] -ομαι Ρ1 : 1α. ζεσταίνω κτ. ιδίως στη φωτιά: ~ τα χέρια / τα πόδια μου. || γίνομαι πολύ ζεστός και εκπέμπω θερμότητα: Πύρωσε το σίδερο. || (επέκτ.): Πυρώνει η άσφαλτος. Ο ήλιος πυρώνει την άμμο το καλοκαίρι. β. πυρακτώνω: Tον εσημάδεψαν με πυρωμένο σίδερο. 2. (λογοτ.) συνήθ. για συναίσθημα που γίνεται πιο έντονο: Πύρωνε μέσα τους ο πόθος της λευτεριάς.

[μσν. πυρώνω < αρχ. πυρ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες