Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυροτεχνουργός ο [pirotexnurγós] Ο17 : τεχνίτης ειδικός στους εκρηκτικούς μηχανισμούς. 1. τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή και συντήρηση εκρηκτικών μηχανισμών. 2. τεχνικός του στρατού ή των σωμάτων ασφαλείας ειδικευμένος στην εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών: Ένας ~ του στρατού εξουδετέρωσε επί τόπου την παλιά βόμβα.
[λόγ. πυρο- + τεχνουργός μτφρδ. γαλλ. pyrotechnicien (< pyro- = πυρο- + technicien '85 αρχ. τεχνίτης)]