Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροτεχνουργός
1 εγγραφή
πυροτεχνουργός ο [pirotexnurγós] Ο17 : τεχνίτης ειδικός στους εκρηκτικούς μηχανισμούς. 1. τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή και συντήρηση εκρηκτικών μηχανισμών. 2. τεχνικός του στρατού ή των σωμάτων ασφαλείας ειδικευμένος στην εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών: Ένας ~ του στρατού εξουδετέρωσε επί τόπου την παλιά βόμβα.

[λόγ. πυρο- + τεχνουργός μτφρδ. γαλλ. pyrotechnicien (< pyro- = πυρο- + technicien τεχνίτης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες