Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροσβεστήρας
1 εγγραφή
πυροσβεστήρας ο [pirozvestíras] Ο2 : μικρή συσκευή, συνήθ. φορητή, που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση και το σβήσιμο των πυρκαγιών: ~ νερού / αφρού. Ο ~ του αυτοκινήτου / της αίθουσας.

[λόγ. πυρο- + ελνστ. σβεστήρ, αιτ. -ῆρα `που σβήνει΄ μτφρδ. αγγλ. fire-extinguisher]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες