Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυροσβεστήρας ο [pirozvestíras] Ο2 : μικρή συσκευή, συνήθ. φορητή, που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση και το σβήσιμο των πυρκαγιών: ~ νερού / αφρού. Ο ~ του αυτοκινήτου / της αίθουσας.
[λόγ. πυρο- + ελνστ. σβεστήρ, αιτ. -ῆρα `που σβήνει΄ μτφρδ. αγγλ. fire-extinguisher]