Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυροσβέστης
1 εγγραφή
πυροσβέστης ο [pirozvéstis] Ο10 : 1. αυτός που ασχολείται με το σβήσιμο των πυρκαγιών ιδίως ως υπάλληλος της πυροσβεστικής υπηρεσίας: Στο λή πυροσβέστη. Οι πυροσβέστες με υπεράνθρωπες προσπάθειες έσβησαν τη φωτιά. Εθελοντής ~. || (ειδικότ.) βαθμός υπαξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, αμέσως κατώτερος από τον υπαρχιπυροσβέστη. 2. (μτφ.) για κπ. που προσπαθεί να αποτρέψει φιλονικίες, έριδες κτλ.: Ο αντιπρόεδρος του κόμματος σε ρόλο πυροσβέστη.

[λόγ. πυρο- + αρχ. σβεσ- (σβέννυμι δες σβήνω) -της]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες