Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρομετρικός
1 εγγραφή
πυρομετρικός -ή -ό [pirometrikós] Ε1 : (τεχν.) που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρομετρία ή που έχει σχέση με αυτή.

[λόγ. < γαλλ. pyrométrique < pyrométr(ie) = πυρομετρ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες