Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρομαχικά
1 εγγραφή
πυρομαχικά τα [piromaxiká] Ο38 : 1. περιληπτική ονομασία για διάφορα υλικά (φυσίγγια, βλήματα, εκρηκτικές ύλες κτλ.) απαραίτητα για τον εφοδιασμό των πυροβόλων όπλων: ~ για πυροβόλα / πολυβόλα / τουφέκια. Έλλειψη / προμήθεια πυρομαχικών. Εργοστάσιο / αποθήκη πυρομαχικών. || (στρατ.): ~ ασφαλείας / εκστρατείας. Εκπαιδευτικά ~. 2. (σπάν., μτφ.) τα εφόδια.

[λόγ. από παρανόηση του ελνστ. πυρομάχ(ος) `πυρίμαχος΄ -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες