Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρομανής
1 εγγραφή
πυρομανής -ής -ές [piromanís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από πυρομανία. || (ως ουσ.) ο πυρομανής.

[λόγ. < γαλλ. pyromane < pyro man(ie) = πυρομαν(ία) -ής (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες