Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρολατρία
1 εγγραφή
πυρολατρία η [pirolatría] Ο25 : λατρεία της φωτιάς ως θεότητας.

[λόγ. < αγγλ. pyrolatry < pyro- = πυρο- + -latry = -λατρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες