Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρογράφος
1 εγγραφή
πυρογράφος ο [piroγráfos] Ο18 : η μεταλλική ακίδα που χρησιμοποιείται στην πυρογραφία.

[λόγ. πυρογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες