Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυρετολογία η [piretolojía] Ο25 : (ιατρ.) κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τη μελέτη των διάφορων ειδών πυρετού και των τρόπων αντιμετώπισής τους.
[λόγ. < γαλλ. pyrétologie < αρχ. πυρετ(ός) -ο- + -logie = -λογία]