Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρετικός
1 εγγραφή
πυρετικός -ή -ό [piretikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τον πυρετό: Πυρετικό βλέμμα / όνειρο. || (ιατρ.) Πυρετικοί σπασμοί. 2. (σπάν.) πυρετώδης: Πυρετικό ενδιαφέρον / πάθος. πυρετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: ελνστ. πυρετικός· 2: σημδ. γαλλ. fébrile]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες