Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυργοδεσπότης
1 εγγραφή
πυργοδεσπότης ο [pirγoδespótis] Ο10 θηλ. πυργοδέσποινα [pirγoδé spina] Ο27 : 1. (σπάν.) ιδιοκτήτης ή ένοικος πύργου και ειρωνικά μικρού ή φτωχικού σπιτιού. 2. (θηλ., ειρ.) η γυναίκα ως νοικοκυρά.

[λόγ. πύρ γ(ος) -ο- + δεσπότης 1 μτφρδ. γαλλ. seigneur châtelain· λόγ. πύργ(ος) -ο- + δέσποινα κατά το δεσπότης - δέσποινα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες